- μασάζ
- Το σύνολο των θεραπευτικών χειρισμών που εκτελούνται στην επιφάνεια του ανθρώπινου σώματος, με το χέρι ή με μηχανικά μέσα. Το μ. δεν πρέπει να συγχέεται με την οργανοθεραπεία ή με την ιατρική γυμναστική, παρότι πρακτικά αυτές οι μορφές θεραπείας αλληλοσυμπληρώνονται και περιλαμβάνονται στην κινησιοθεραπεία. Το μ., τα θεραπευτικά αποτελέσματα του οποίου ήταν γνωστά από την αρχαιότητα, δρουν απευθείας στους ιστούς της περιοχής όπου εφαρμόζεται, και σε βάθος, το οποίο ποικίλλει ανάλογα με τη δύναμη με την οποία εκτελείται. Ωστόσο ασκεί και έμμεση δράση, η οποία, μέσω νευρικών αντανακλαστικών, μπορεί να εκδηλωθεί σε άλλο σημείο του σώματος με μορφή αγγειοκινητικών αντιδράσεων διάφορης έντασης, ανάλογα με το πλάτος της περιοχής του δέρματος που ερεθίζεται. Η τεχνική του μ. περιλαμβάνει μερικούς βασικούς χειρισμούς, που εκτελούνται με τα χέρια και είναι οι θωπείες, εντριβές, πιέσεις, συνθλίψεις, πλήγματα, δονήσεις· αυτοί οι χειρισμοί εκτελούνται μεμονωμένα ή διαδοχικά, ανάλογα με τις ενδείξεις.
Το μ. συνιστάται στην κυτταρίτιδα του υποδορίου ιστού, σε πολυάριθμες παθήσεις του κινητικού συστήματος για την καταπολέμηση των συνεπειών μακροχρόνιας ακινησίας, στα επακόλουθα της πολιομυελίτιδας, σε παθολογικές μεταβολικές καταστάσεις (όπως η παχυσαρκία), εξαιτίας της διεγερτικής δράσης τους στον μεταβολισμό, για την πρόληψη των ραβδώσεων που εμφανίζονται στα κοιλιακά τοιχώματα κατά την κύηση κ.α.
* * *τοη μάλαξη μερών τού σώματος για θεραπευτικούς ή αισθητικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. massage < masser «τρίβω» < αραβ. massa «χαϊδεύω, τρίβω»].
Dictionary of Greek. 2013.